- υπεισέλευση
- η / ὑπεισέλευσις, -εύσεως, ΝΑη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεισέρχομαινεοελλ.(νομ.) η είσοδος τού κληρονόμου στο ενιαίο σύνολο τών δικαιωμάτων και τών υποχρεώσεων τού κληρονομουμένου, η οποία τελείται αυτοδικαίως με την επαγωγή τής κληρονομίας στον κληρονόμο κατά τη στιγμή τού θανάτου τού κληρονομουμένουαρχ.διαδοχή, κληρονομιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἰσέλευσις «είσοδος, άφιξη». Ο τ. εκφράζει τη ρηματ. ενέργεια τού ρ. ὑπεισέρχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.