υπεισέλευση

υπεισέλευση
η / ὑπεισέλευσις, -εύσεως, ΝΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεισέρχομαι
νεοελλ.
(νομ.) η είσοδος τού κληρονόμου στο ενιαίο σύνολο τών δικαιωμάτων και τών υποχρεώσεων τού κληρονομουμένου, η οποία τελείται αυτοδικαίως με την επαγωγή τής κληρονομίας στον κληρονόμο κατά τη στιγμή τού θανάτου τού κληρονομουμένου
αρχ.
διαδοχή, κληρονομιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἰσέλευσις «είσοδος, άφιξη». Ο τ. εκφράζει τη ρηματ. ενέργεια τού ρ. ὑπεισέρχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπείσδυση — η, Ν υπεισέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεισδύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπείσδυσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”